Google+ Γαλακτοκομικά Καρυάς - Μαυρόγιαννης Θεοδόσιος: Δεκεμβρίου 2012

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Στ' Αγαπημένο μου Χωριό...

Mικρό μου όμορφο χωριό με τις πολλές σου χάρες
 με τα ψηλά πλατάνια σου τα γάργαρα νερά σου.
Mε τις χρυσές σου τις σπηλιές και τα ψηλά σ' αλώνια
 πόχουν νεράϊδες τη φωλιά κι οι μάγισες λημέρια.

Kαι στήνουν νύχτα το χορό και στήνουνε το γλέντι
 χορεύουν μέχρι το πρωΐ ώσπου να βγει η πούλια.
Ώσπου να σκάσ' ο αυγερινός και να γλυκοχαράξει
 να πάρουνε τις ρεματιές να πάνε να κρυφτούνε.
Mέσ' σε λημέρια έρημα μέσ' σε γκρεμούς και βράχια
 να μην τις δει κανένας νιός που ξέρ' από αγάπη
 και χάσουνε την ομορφιά και χάσουνε τη στράτα
 και δεν μπορούν να ξαναβγούν στα μαρμαρένια αλώνια.
Eκεί που πήγαινα παιδί και που γυρίζω γέρος
 προσκυνητής στο χώμα σου και στις βουνοκορφές σου.
Kι αν όμορφη πατρίδα μου μικρό μου χωριουδάκι
ήρθανε χρόνια δίσεκτα χρόνια δυστυχισμένα
 κι ηύραμε στράτες μακρινές, στράτες γεμάτες
 πόνο ποτέ δεν σε ξεχάσαμε και νοσταλγοί θα ζούμε
  και στην στερνή μας την πνοή όταν θα 'ρθεί ο Xάρος

 μια χάρη θα ζητήσουμε στερνή παρηγοριά μας:
Eκεί στου σχίνου τον ανθό στις λυγαριάς τον ίσκιο
  κει θέλω να με θάψουνε για νάχω συντροφιά μου 
 παντοτεινή κι αιώνια της στάνης τα λημέρια 
 τις στρούγγες και τα μαντριά τα όμορφα τα γρέκια.
Eκεί που ζούσα από παιδί με μόνη συντροφιά μου
  την πούλια, τον αυγερινό, της στάνης τα κουδούνια
  τις μέρες τους κατακλυσμούς της νύχτας τα δρολάπια
  και του χειμώνα τη βοή της Άνοιξης την αύρα
  να με ξυπνούν κάθε πρωΐ της Άνοιξης τ' αηδόνια 
 το μεσημέρι οι πέρδικες και το βραδύ ο γκιώνης.
Kι έτσι πατρίδα μου γλυκειά χωριό μ' αγαπημένο 
 με τις ραχούλες τις ψηλές τα ξάγναντα τα τόσα
  εσύ που μας ανέθρεψες με μυρωμένο αγέρα
  το χώμα που πατήσαμε τα πρώτα μας τα χρόνια.
Aς μας δεχτείς χωρίς ζωή χωρίς φωνή και κλάμα
  ν' ακούσεις για στερνή φορά απ' της καρδιάς τα βάθη
   τον ύστατο χαιρετισμό από το μνήμα μέσα.
Kι απ' το χώμα τ' αλαφρό το χώμα το δικό σου 
 αυτό που περπατήσαμε στα παιδικά μας χρόνια
  ας βρούμε για παντοτινά στερνή παρηγοριά μας.


 Σπύρος Τσαρούχης (1910-1992) 
   από τη Bομβοκού Nαυπακτίας
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τα Χριστούγεννα στο Χωριό...

Αφηγείται η κυρά-Λένη…
Παιδιά μου να ξέρετε ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο ο νους του γυρίζει στα παλιά σαν τ’ αλαργινό πουλάκι που ψάχνει ξανά για την πρώτη του φωλιά.Σήμερα θα σας μιλήσω για τα Χριστούγεννα και πως τα ζούσαμε εκείνα τα χρόνια.
Από το φθινόπωρο τα προσμέναμε πως και πως και περισσότερο εμείς τα παιδιά. Πώς να μην τα περιμένουμε, αφού τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή της ξεγνοιασιάς και μικροί μεγάλοι ξέραμε ότι τις μέρες εκείνες θα παίρναμε χαρά που τόσο την είχαμε ανάγκη εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια. Θυμάμαι, λοιπόν, που το φθινόπωρο βγάζαμε, από κάτι ψευτοαμπελάκια στις πατωσιές και από κάτι κληματαριές, το μούστο που τον βάζαμε μέσα σε ξύλινα βαρελάκια.
Η μητέρα μας έβγαζε λίγο κρασάκι και έφτιαχνε και μουστοκούλουρα. Οι άντρες του χωριού βγάζανε το τσίπουρο κι εκεί να δείτε γλέντι και τραγούδι και ας είχαμε μαύρη φτώχεια. Πιο πολύ όμως θυμάμαι τα φθινοπωρινά νυχτέρια με τα «ξεφλουδίσματα»!
Αραδιάζαμε σωρό τα καλαμπόκια σε ένα δωμάτιο, εκεί μέσα στα φτωχόσπιτά μας, μαζεύονταν και οι γειτόνοι τα βράδια και καθόμασταν όλοι μαζί ολόγυρα και τα ξεφλουδίζαμε ως αργά. Πολλές φορές πιάναμε και το τραγούδι, φτιάχναμε και κανένα γλυκό, χαλβά ας πούμε, μερικοί βράζανε μέχρι και τραχανά! Οι άντρες σιάχνανε τα τσιγάρα τους στο φύλλο του καλαμποκιού, αυτό το μέσα-μέσα που ήτανε λεπτούλι και ψιλό. Έτσι τα κάνανε τότε τα τσιγάρα τα στριφτά, με λίγο καπνό που βάζανε στην άκρη στο χωραφάκι τους. Τα «ξεφλουδίσματα» κρατούσανε πέρα ως το Νοέμβρη. Είχαμε και τη σπορά, για να βγάζουμε και λίγο σιτάρι στα ορεινά μέρη μας!
Σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ξεκίναγε και η νηστεία. Εδώ που τα λέμε αναγκαστική πιο πολύ ήτανε, μπας κι είχαμε τότε κρέατα κάθε μέρα; Που και που τρώγαμε κρέας. Κάθε οικογένεια μεγάλωνε, τότε, κι ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα.
Το ταΐζαμε καλαμπόκι, τριφύλλι, διάφορα χορτάρια του βουνού, όλο υγιεινές τροφές. Μια φορά με ρώτησαν κάποιοι νέοι σαν εσάς, αν του δίναμε και αποφάγια. Και τους είπα: «που να βρεθούν βρε παιδιά μου για να δώσουμε και στο γουρουνάκι, πείνα υπήρχε τότε, όχι περίσσευμα»!!! (γέλια).
Την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής κάποιοι έμπειροι χωριανοί ετοίμαζαν το γουρουνάκι και το άφηναν λίγο να σιτέψει. Μετά φτιάχνανε από τα έντερα τα λουκάνικα με λίγο πράσo μέσα, αλατάκι, πιπεράκι, και τα κρεμάγανε στο κατώι. Εμείς πηγαίναμε στη βρύση και πλέναμε καλά-καλά το κρέας με το καθαρό τρεχούμενο νερό. Το κόβαμε σε λωρίδες, το αλατίζαμε με χοντρό αλάτι, το παστώναμε δηλαδή, μέσα σε ξύλινα δοχεία, τις καρδάρες, για να διατηρείται. Όταν θέλαμε να μαγειρέψουμε, βγάζαμε μια λωρίδα, την ξαλατίζαμε και τη μαγειρεύαμε. Το λίπος το βάζαμε μέσα σε ένα καζάνι σε φωτιά δυνατή και το ανακατεύαμε καλά-καλά με ξύλινες κουτάλες. Αυτό έλιωνε και κατόπιν το αδειάζαμε σε κάποιο καθαρό δοχείο και το χρησιμοποιούσαμε για βούτυρο.
«Γλίνα» το λέγαμε. Μερικά μικρά κομματάκια κρέας που απέμεναν μαζί με λίπος, αυτά ήτανε οι «τσιγαρίδες». Ωραίες γινότανε, λουκούμι, μακάρι να είχαμε καμία τώρα δα που μιλάμε! Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όλα τα αξιοποιούσε ο κόσμος. Αφού να φανταστείτε την κύστη του ζώου, την «κατρίτσα» που λέγαμε, την παίρναμε για «δώρο» εμείς τα παιδιά, τη φουσκώναμε και παίζαμε μπάλα. Τέτοιες μπάλες είχαμε τότε και κάτι άλλες φτιαγμένες από τυλιχτά κουρέλια. Για τα κοριτσάκια σκαρώνανε κάποιες πάνινες κούκλες, από κουρελάκια κι’ αυτές!
Θυμάμαι και το Χριστουγεννιάτικο τοπίο στο Χωριό. Τι να σας πω παιδιά μου! Όσοι μεγαλώνετε στις πόλεις τέτοια ομορφιά δεν έχουν δει τα μάτια σας. Τότε, εκείνα τα χρόνια, έκανε και χιόνια πολλά, μπόια ολόκληρα. Να πέφτουν αργά- αργά οι άσπρες πεταλουδίτσες και να ντύνουν τον τόπο όλο. Έβλεπες τα έλατα, χιλιάδες δέντρα, στολισμένα στα ολόλευκα, τις βελανιδιές να καμαρώνουν σα νυφούλες μέσα στα άσπρα πέπλα τους και τα ψηλά βουνά ολόγυρα βαρυφορτωμένα από το χιονιά.

Και η παγωμένη αστροφεγγιά να σου γαληνεύει την ψυχή. Σαν παραμύθι, ήτανε! Και τα τζάκια μας να καπνίζουν και να σκορπάνε τη μοσχοβολιά από το καμένο ξύλο. «Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται», έτσι λέγαμε οι παλιοί.
Παίρναμε και κάποιο ελατάκι από το πυκνό δάσος του χωριού και φτιάχναμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Μη φανταστείτε λαμπιόνια και πολύχρωμες μπάλες και φανταχτερά στολίδια. Δεν είχαμε τότε τέτοια, ούτε ρεύμα δεν υπήρχε στα χωριά της Ευρυτανίας. Στήναμε στον οντά το ελατάκι και το γεμίζαμε τούφες-τούφες βαμβάκι. Αυτό ήταν, αλλά η ομορφιά του δεν συγκρίνονταν με τίποτε!
Την παραμονή βγαίναμε τα παιδιά για τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Ξεκινάγαμε παρεούλες- παρεούλες, με κάτι πηρουνάκια και ντενεκάκια αντί για τρίγωνα, και από την κορφή του χωριού φτάναμε μέχρι κάτω στα τελευταία σπίτια, τραγουδώντας: «Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας…». Και στο τέλος «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει»! Όλοι μας καλοδέχονταν και τα χεράκια μας γέμιζαν κουραμπιέδες, καρύδια, ρόδια, μήλα και καμιά δεκαρούλα.
Το προηγούμενο βράδυ των Χριστουγέννων ετοιμάζαμε όλοι μαζί και τα φαγητά μας. Φτιάχναμε και το «Χριστόψωμο» που ήτανε μια ζυμωτή κουλούρα με ένα ολόκληρο καρύδι στη μέση. Επάνω κάναμε σχεδιάκια χρησιμοποιώντας τις «κουπίτσες» από το βελανίδι. Κάποιες άλλες φορές, η μητέρα μας το ομόρφαινε πατώντας το με μια ξύλινη σφραγίδα που την έχω ακόμη για ενθύμιο. Τη μέρα των Χριστουγέννων, στις 5 το πρωί, ανηφορίζαμε για την εκκλησία με τα φαναράκια, αυτά με το λαδάκι και το φυτίλι, στα χέρια. Σαν πυγολαμπίδες έφεγγαν μέσα στα χιόνια τούτα τα φαναράκια.
Η μεγάλη λειτουργία των Χριστουγέννων ήταν σημαντικό γεγονός, γιατί είχαμε και την ευκαιρία να ανταμώσουμε όλοι οι χωριανοί ακόμη κι από τους πιο μακρινούς μαχαλάδες, για να πούμε τα νέα μας και να χαρούμε με αυτή την επικοινωνία. Ύστερα κατεβαίναμε στα σπίτια μας, για το γιορτινό τραπέζι!
Με τις πίτες, τις πρασόπιτες, τις τυρόπιτες και το χοιρινό με το καρμπολάχανο ή τις πατατούλες, με το κρασάκι μας και την καλή παρέα μας. Οι νοικοκυραίοι καψάλιζαν και ένα κλαδάκι από πουρνάρι στο τζάκι λέγοντας κάποια ευχή, το ίδιο έκαναν και οι μουσαφιραίοι, για το καλό! Πολύ όμορφα ήτανε εκείνη τη μέρα! Τα απογεύματα πηγαίναμε επισκέψεις στους Χρηστάδες και τις Χριστίνες. Εκεί γίνονταν τα καλύτερα ανταμώματα με ευχές, τραγούδια και πολύ κέφι.
Χαρά μεγάλη ήτανε τα Χριστούγεννα με οικογενειακή ατμόσφαιρα, αλλά να ξέρετε ότι πάντα στις χαρές υπάρχει και μια μελαγχολία. Για όσους δεν ήτανε κοντά μας, αυτούς που είχαν χαθεί στον πόλεμο που ήτανε πρόσφατος ή λίγο αργότερα με τους ξενιτεμένους που μας λείπανε πολύ. Κι εμένα τα αδέρφια μου τα αγαπημένα, τράβηξαν στην άλλη άκρη της γης, στην ξενιτιά, για να βοηθήσουν την οικογένειά μας. Αχ, και να ξέρατε πως περιμέναμε στις γιορτές εκείνη την καρτούλα με τις ευχές από τους δικούς μας στα ξένα, και που πάντα υπήρχαν μέσα και κάποια δολάρια για τη μάνα και τα αδέρφια. Χαρά που κάναμε!
Πηγαίναμε τότε, μόλις λαβαίναμε το γράμμα, τις μέρες των Χριστουγέννων, στα μαγαζιά στο Παζάρι και πιο πολύ εμείς τα κορίτσια για να αγοράσουμε κανένα φορεματάκι, παπουτσάκια, κάτι τέλος πάντων, να δείξουμε κι εμείς «τα κάλλη μας» στην εκκλησία, να μας δει κάποιος νεαρός να σκιρτήσει η καρδούλα του. Έτσι είναι οι νέοι πάντα, παιδιά μου, όση φτώχεια και να υπάρχει η αισιοδοξία τους συντροφεύει. Και έτσι να είστε κι εσείς, να μην φοβάστε τίποτε, να πολεμάτε για τη ζωή και να κοιτάτε πάντα μπροστά, να μη σας λυγάνε οι δυσκολίες.
Μεγάλο γούστο είχε με τους καλικάντζαρους. Εμείς τα παιδάκια τους μεγαλοποιούσαμε στη φαντασία μας και οι γεροντότεροι φρόντιζαν ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό! Επειδή ήμασταν μες στη ζαβολιά μας λέγαν να καθόμαστε ήσυχα γιατί θα κατεβούν τα «καλικαντζούρια» απ’ το τζάκι και θα ‘χουμε… κακά ξεμπερδέματα. Θυμάμαι μια φορά που ήμασταν πιο μικρά και είχαμε αναστατώσει τον τόπο. Τότε η μητέρα κατάβρεξε κρυφά το τζάκι κι ύστερα μας το 'δειχνε λέγοντάς μας ότι ήρθαν οι καλικάντζαροι… προς νερού τους κι έσβησαν τη φωτιά! Για πότε χωθήκαμε στα κρεβατάκια μας και κουκουλωθήκαμε, που να σας τα λέω!
Όλη η βδομάδα μέχρι την Πρωτοχρονιά κύλαγε με ετοιμασίες για την αλλαγή του χρόνου. Οι μεγάλοι φρόντιζαν τα ζώα με τροφές, πιο πολύ με τριφύλλια από τα δεμάτια που είχαν μαζεμένα από το καλοκαίρι για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Το χειμώνα, εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε και πολλές αγροτικές δουλειές. Κάναμε και τα ωραία νυχτέρια μας μέσα στα σπίτια, αφού συνήθως είχε κρύο και χιόνια.
Ώσπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίναμε πάλι για τα κάλαντα, τα πρωτοχρονιάτικα αυτή τη φορά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία…»
Νωρίς το βραδάκι της παραμονής, πηγαίναμε στη βρύση του χωριού και εκεί ρίχναμε ένα κερματάκι, ή σπόρους, κάνοντας ευχές. Λέγαμε: «όπως τρέχει το νεράκι σου βρύση μου να τρέχει η υγεία, η χαρά και η τύχη».
Το βράδυ οι άντρες διασκέδαζαν με κανένα χαρτάκι για το καλό, οι γυναίκες έφτιαχναν γλυκά και εμείς τα παιδιά, παίζαμε με την ψυχή μας. Το τζάκι ήτανε γεμάτο με ξύλα, τα μεζεδάκια σιγοψήνονταν στη θράκα, το τσίπουρο και το κρασάκι συνοδιά και όλοι μαζί λέγανε ιστορίες και τραγουδούσαν για να μπει χαρούμενα ο νέος χρόνος. Στις 12 τα μεσάνυχτα πατάγαμε κι ένα ρόδι για το γούρι. Ήταν έθιμο!
Το πρωί της πρωτομηνιάς πρώτα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου αλλάζαμε ευχές και τα κεράσματα: κανένα λουκούμι ή κάνα τσιπουράκι. Μετά γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου είχαμε πάλι χαρές και γλέντια. Κόβαμε και τη «βασιλόπιτα». Δεν είχαμε βέβαια τις σημερινές πολυτελείς βασιλόπιτες, αλλά τη δική μας την «αγιοβασιλιάτικη»! Τότε κάναμε την πίτα τη ζυμαρόπιτα, με καλαμποκάλευρο, βούτυρο, αυγά, πράσο και τυράκι.
Βάζαμε μέσα για «τυχερά», ένα αχυράκι για να πάει καλά το νέο χρόνο η σοδειά, ένα φυλλαράκι πουρνάρι για να ‘χουν προκοπή τα ζώα και μια δεκαρούλα για την οικονομία του σπιτιού! Καλότυχος εκείνος που θα το ’βρισκε! Το βραδάκι πηγαίναμε για τις ευχές στους Βασίληδες και τις Βασιλικές.
Οι άντρες χωριστά πρώτοι και αργότερα ακολουθούσαν οι γυναίκες μόλις τέλειωναν τις δουλειές του σπιτιού! Καρυδόπιτες, μπακλαβάδες, βραστά κάστανα πάνω στο τραπέζι, τσίπουρο και κρασί ήτανε τα κεράσματα για τις ονομαστικές εορτές.
Των Φώτων πάλι, ήτανε γιορτή μεγάλη. Την παραμονή των Θεοφανίων λέγαμε ξανά τα κάλαντα! Αυτό είναι ένα παλιό έθιμο που δεν το ξέρουν σήμερα τα παιδιά της πόλης. Τότε «τα λέγαμε» όμως με κάθε επισημότητα: «Σήμερα είναι τα Φώτα και ο Φωτισμός και χαρά μεγάλη και ο Αγιασμός.. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η Παναγία η Δέσποινα, με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα. Και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί: Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις Θεού Παιδί, δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ….» και παίρναμε πάλι το κατιτίς μας εμείς τα παιδιά.
Στις 12 το βράδυ είχαμε ένα έθιμο ότι «ανοίγουν οι ουρανοί» και οι ευχές μας θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν κοιμόμασταν, περιμέναμε με λαχτάρα αυτή τη στιγμή. Βγαίναμε έξω να βλέπουμε τα αστέρια τ’ ουρανού και κάναμε την ευχή ή γράφαμε σε χαρτάκια ευχούλες και τα κρεμάγαμε από μια κλωστούλα στα κλαράκια στις αυλές μας, ώσπου να ξημερώσει. Ακόμη και σήμερα κρατάει αυτό το παλιό μας έθιμο.
Ανήμερα των Θεοφανίων οι νοικοκυρές άδειαζαν το παλιό νερό από τη βαρέλα και τη γέμιζαν με καινούργιο, της μέρας! Ο παπάς του χωριού στη λειτουργία άγιαζε με ένα κλωνί ξερό βασιλικό τον κόσμο. Ύστερα πέρναγε και ράντιζε τα σπίτια, τα μαντριά, τα ζωντανά και τα χωραφάκια.
Βέβαια των Φώτων είχαμε πάλι γιορτές, τους Φώτηδες, τις Φανίτσες και τους Φάνηδες κι έτσι κάναμε το γύρο σε όλους τους εορταζούμενους, για τα χρόνια πολλά. Του Αϊ Γιαννιού τα ίδια, αλλά έλα που άνοιγαν και τα σχολεία μας κι έτσι τέλειωναν και οι γιορτές της ξεγνοιασιάς!
    Χάρηκα, παιδιά μου, που με κάνατε να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια στο αγαπημένο μου χωριό. Οι νέοι πρέπει να ξέρουν για τις ρίζες των προγόνων τους και για τα παλιά τα έθιμα. Με συγκινήσατε που ψάχνετε να τα μάθετε και να τα μεταδώσετε για να μην χαθούν.
     Για το τέλος, θέλω να σας πω ότι τότε ήμασταν όλοι σχεδόν το ίδιο, τι είχες εσύ θα μου ‘δινες, τι είχα εγώ θα σου ‘δινα, όλοι παλεύαμε για τα ίδια πράγματα, πώς να τα φέρουμε βόλτα μέσα σε τόσες δυσκολίες.
Ανταμώναμε τα βράδια, δεν υπήρχανε τότε τηλεοράσεις για να κάθεται ο καθένας μόνος του ξεκομμένος να κοιτάζει στο γυαλί! Έρχονταν οι γειτόνοι, πηγαίναμε κι εμείς σ’ αυτούς, κουβεντιάζαμε, πίναμε το κρασάκι μας και τραγουδάγαμε όλοι μαζί παρέα παλιά τραγούδια. 
   Τέτοια πράγματα, όμορφα κι απλά. Είχαμε όμως πολύ μεγάλη αλληλεγγύη και αυτό είναι που μας βάστηξε! Γι’ αυτό παιδιά μου να θυμάστε ότι όταν κρατάτε το χέρι του συγχωριανού, του γείτονα, του φίλου, παίρνετε κουράγιο και δύναμη, για να αγωνιστείτε αντάμα για τη ζωή! Εύχομαι η Ελπίδα να σας συντροφεύει.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά σε όλους σας και πολλά χαιρετίσματα στους ξενιτεμένους μας που ποτέ δεν τους λησμονάμε. 





Για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Το χωριό της Καρυάς...

Το όνομά του το χρωστά στις Καρυδιές, ένα από τα βασικά μαζί με τις ελιές προϊόντα της περιοχής.
 Το χωριό της Καρυάς αρχικά χτίστηκε στην κορυφή του Προφήτη Ηλία (Μαλεβό), σκαλωμένο ψηλά (όπου υπάρχουν ακόμη ερείπια του Άη Δημήτρη και ίχνη οικισμού), από το φόβο των καιρών της σκλαβιάς.
Έπειτα, όταν ημέρεψαν τα χρόνια, κατηφόρισαν οι κάτοικοι για να γλιτώσουν από τα αγρίμια και το κρύο. Από την Ελληνική Επανάσταση και ύστερα στέριωσαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό. Η Καρυά είναι χωριό που έζησε τον τρόμο του Ιμπραήμ, ο οποίος πέρασε από εκεί κι έκαψε κάμποσα σπίτια, αλλά και την έξαρση του Εικοσιένα.
Της Καρυάς γέννημα ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Κολοκοτρώνη, ο Γιαννάκος Νταγρές ή Δαγρές, όπως και οι Παναγιώτης, Σωτήρης και Κωνσταντίνος Νταγρές ή Δαγρές, με σημαντική προσφορά στον απελευθερωτικό αγώνα. Η φήμη της παλικαριάς και της σκληρής τους γνώμης σώθηκε σε πολλά δημοτικά τραγούδια. Το 1829 η Καρυά απόκτησε και σχολείο αλληλοδιδακτικό. Το μεγαλοχώρι αυτό είχε κάποτε 1.299 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με κτηνοτροφία, αμπέλια, χωράφια και ελιές. Μ' όλο τον εκσυγχρονισμό του και τα ανακαινισμένα σπίτια του διατηρεί και σήμερα στις γραφικές παλιές γειτονιές τα πανέμορφα πέτρινα σπίτια με τα χαγιάτια και τις αυλόπορτες.
Τα τελευταία χρόνια, καθώς τα παλαιά σπίτια ένα-ένα ανακαινίζονται από ντόπιους, που επιστρέφουν στα πάτρια, και από ξένους που τα αγοράζουν, το χωριό αποκτάει όψη σύγχρονου θέρετρου με τα μαγαζιά του και την όμορφη πλατεία στο κέντρο του.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η μητρόπολη της Καρυάς με τη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία προσελκύει ακόμα και σήμερα, κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου στο πανηγύρι προς τιμή του πολιούχου, πολύ κόσμο.
Παραδίπλα, στον παραδοσιακό φούρνο της Καρυάς «το Κολοκοτρωνίτσι» (από τη γνωστή επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Το καφέ της Χαράς», η οποία γυρίστηκε στην Καρυά), τώρα που οι νοικοκυρές δε ζυμώνουν πια και οι φούρνοι στις αυλές των σπιτιών δεν καπνίζουν, μπορεί κανείς να βρει νοστιμότατο χωριάτικο ψωμί και βουτήματα με εξαιρετικές γεύσεις.
Στο κέντρο του χωριού το παλιό πετρόχτιστο κτίριο του δημοτικού σχολείου. Τα καλοκαίρια και τις αργίες στο προαύλιό του μαζεύονται εκεί τα παιδιά των ντόπιων αλλά και των ξένων- παραθεριστών και μη-για ν' απολαύσουν το παιχνίδι τους με μια απλή μπάλα, όπως τον παλιό καιρό, και να δροσιστούν με το γάργαρο νερό, που τρέχει από την πέτρινη βρύση στην άκρη της αυλής.
Αν περπατήσει κανείς λίγα μέτρα προς την πάνω άκρη του χωριού, θα βρει ανάμεσα στα πλατάνια τα ερείπια των παλιών νερόμυλων του χωριού. Κάποτε δούλευαν μέρα-νύχτα με τα νερά, που έφταναν ως εκεί από τις φυσικές πηγές του Αρτεμισίου και εξυπηρετούσαν ολόκληρη την περιοχή. Οι εγκαταλειμμένες μυλόπετρες μέσα στα χαλάσματα μαρτυρούν ακόμα τα παλιά μεγαλεία τους...
Λίγο πριν από την πλατεία της Καρυάς, ο δρόμος προς αριστερά οδηγεί σε υψόμετρο 1100 περίπου μέτρων στην παλιά μονή της Παναγίας, ένα χώρο κατάσπαρτο από μνήμες εποχών λησμονημένων, ο οποίος λειτούργησε ως τον τελευταίο πόλεμο και σαν μοναστήρι. Πάνω σε ωραίο ξάγναντο, φυσικό μπαλκόνι που εποπτεύει πανοραμικά τον αργολικό κάμπο, αγναντεύει τα νησιά του αργολικού, όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός.
Απομένουν ακόμα λίγα κελιά και ο επισκευασμένος καθολικός καμαροσκέπαστος ναός σε σχήμα σταυρού, ο οποίος αντικατέστησε τον παλιό βυζαντινό ναό - μέχρι πριν λίγα χρόνια σωζόταν-, κτίσμα πιθανόν του 14ου αιώνα, θεμελιωμένο πάνω σε αρχαίο ιερό, πιθανότατα της Αρτέμιδος. Αρχαίες κολόνες, πάνω από δύο μέτρα ύψος, με κιονόκρανα στήριζαν εσωτερικά το ναό της Παναγίας. Σκόρπια εδώ κι εκεί και σήμερα μερικά μαρμάρινα τεμάχια και μια μικρή πέτρινη κρήνη με αρχαιότατη δομή χτισμένη θυμίζουν τη σχέση του τόπου με το ιστορικό παρελθόν. Το κρυστάλλινο υπέροχο νερό της βρύσης τρέχει με την ίδια θερμοκρασία όλο το χρόνο, ζεστό το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι, για να ξεδιψάσει τους περαστικούς. Μπροστά από την εκκλησία διακρίνουμε τα ερείπια του παλιού βενετσιάνικου κάστρου, που ήταν κάποτε ενισχυμένο με επάλξεις και υπόγεια θολωτή δίοδο - έξοδο προς την Καρυά. Στη θέση Ξεροβούνι υπάρχει κι' άλλο κάστρο, παρόμοιο αλλά αρχαιότερο.
Συνεχίζοντας κανείς τον σωστά διαμορφωμένο τα τελευταία χρόνια και με άσφαλτο -στο μεγαλύτερο μέρος του- ίδιο δρόμο που καταλήγει στη Νεστάνη, ακουμπάει στα έλατα του Αρτεμισίου και νοιώθει τη δροσιά και την ομορφιά της φύσης. Μόλις φτάσει στο «Σωληνάρι», την πρώτη φυσική πηγή που θα συναντήσει στο δρόμο του, μετά την Παναγία, μπορεί να στρίψει αριστερά και να συνεχίσει στο δύσβατο χωματόδρομο με το όχημά του, στην αρχή και κατόπιν με τα πόδια μέχρι τη «Νεραϊδόβρυση», που θα τη βρει κάτω ακριβώς από την κορυφή του βουνού, στην ανατολική του πλευρά, αν ακολουθήσει πιστά τα σημάδια που έχουν χαράξει οι ορειβάτες στα βράχια. Αν συνεχίσει ευθεία, θα περάσει πάνω από τον Άγιο Κωνσταντίνο με την πλούσια πηγή που υδρεύει το χωριό, και κατηφορίζοντας προς τη Νεστάνη, θα βρει αριστερά πάνω στο δρόμο το «Μπρακατσάκι», ονομαστή πηγή που τρέχει από ένα σωλήνα κρυστάλλινο νερό πλούσιο σε θειάφι όλο το χρόνο. Εδώ κατέληγαν από παλιά κάτοικοι από τις γύρω περιοχές για να πιούν το ιαματικό αυτό νερό, που γιάτρευε πολλές αρρώστιες. Το Αρτεμίσιο με τα νερά, τα έλατα, τις φυσικές ομορφιές του, την πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, τα χιόνια το χειμώνα και τις δροσιές το καλοκαίρι, είναι το μεγάλο όπλο της Καρυάς, που την κάνει το πιο ονομαστό και γραφικό ορεινό θέρετρο της Αργολίδας.

Μάζι (οικισμός Τ.Δ. Καρυάς)
Το Μάζι ή Αρία είναι ένα όμορφο χωριό χτισμένο στην ανατολική πλευρά του Αρτεμισίου με θέα προς τη χαράδρα της Χούνης και υψόμετρο 620 μ, που το κάνει ελκυστικό το καλοκαίρι για τη δροσιά του. Οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοί του ασχολούνται με τις αγροτικές καλλιέργειες, τις ελιές, τη μελισσοκομία και την κτηνοτροφία. Τα παλιά πέτρινα σπίτια του διατηρούν το παραδοσιακό τους χρώμα, αρκετά απ' αυτά ανακαινίζονται, ενώ προστίθενται και σύγχρονες κατασκευές, που χρησιμεύουν ως παραθεριστικές κατοικίες των ντόπιων, που κατοικούν μόνιμα στο Άργος ή στην Αθήνα και επιστρέφουν εδώ το καλοκαίρι και στις γιορτές. 
 Το χωριό με τα νερά του μέσα στο πράσινο αποτελεί ένα δέλεαρ ακόμα και για τον ξένο, που θα τύχει να το επισκεφτεί ή να περάσει από εδώ. Βαδίζοντας κανείς κάποτε από το Άργος προς τα δυτικά, με κατεύθυνση αντίθετη προς το ρεύμα του Ξεριά, συναντούσε την Οινόη, όταν άρχιζε να ανηφορίζει προς τα υψώματα του Αρτεμισίου, (κοντά στο σημερινό χωριό Μάζι) όπου και έχουν επισημανθεί αρχαία οικοδομικά λείψανα, μεταξύ των οποίων ένας πολυγωνικός τοίχος υπόστυλης αίθουσας.
  Η αρχαία Οινόη ήταν μικρή αργείτικη πόλη, γνωστή μόνο από μια νίκη Αθηναίων και Αργείων κατά των Λακεδαιμονίων γύρω στα 460 π.Χ. (λίγο πριν από τη μάχη της Τανάγρας του 457). Από τα λεγόμενα του Παυσανία προσδιορίζεται με σαφήνεια μόνο η περιοχή. Πάνω από την Οινόη στο όρος Αρτεμίσιο και στην κορυφή του υπήρχε ιερό της Άρτεμης. 
  Χούνη-Μποζιονελαίικα-Σπαναίικα-Αγριλίτσα-Στραβή ράχη-Κοτρώνι- Γαλάτι-Αϊ Γιώργης (οικισμοί Τ.Δ. Καρυάς) 
   Παίρνοντας από το Άργος τον παράλληλο προς την δεξιά όχθη του Ξεριά δρόμο προς την Καρυά και αφού αφήσει προς το νότο το Μεγαβούνι με τις κορφές του - Γουλά, Κούκου Φωλιά, Ντελή Δήμα - συναντά πάνω στο δρόμο το συνοικισμό της Χούνης και σχεδόν αμέσως μετά τα Μποζιονελαίικα και τα Σπαναίικα.
 Οι συνοικισμοί αυτοί ζωντανεύουν διαδοχικά και μάλιστα πολύ ευχάριστα τη διαδρομή με τα όμορφα πρόσωπα των σπιτιών τους, παλιών και σύγχρονων, που είναι διασκορπισμένα και από τις δυο πλευρές κατά μήκος του δρόμου. 
 Τα τελευταία χρόνια η περιοχή αυτή αναπτύχθηκε θεαματικά με τα θαυμάσια περιβόλια με βερυκοκιές και πορτοκαλιές, που καλλιεργήθηκαν στα εύφορα και προστατευμένα από την παγωνιά του χειμώνα μέσα στη χαράδρα χώματα. Στο 13ο περίπου χιλιόμετρο, η διακλάδωση του δρόμου οδηγεί νότια για τη Φρέγκαινα, δυτικά για το Μερκούρι, το Ταυλάρι-Τουρνίκι και το Μάζι, και ευθεία για την Καρυά.
Σε δύο χιλιόμετρα μετά από την πιο πάνω διακλάδωση συναντάμε τον οικισμό Αγριλίτσα, χτισμένο σε πεδινή περιοχή, με την εκκλησία της Ευαγγελίστριας ν' ακουμπά το δρόμο, πριν από τη Γέφυρα του Ξεριά και δεξιά και αριστερά τους οικισμούς Στραβή ράχη-Κοτρώνι-Γαλάτι. Αν περάσουμε τη γέφυρα και συνεχίσουμε ευθεία, ο δρόμος οδηγεί στην Καρυά μέσα σχεδόν από τους οικισμούς Γαλαναίικα και Αϊ-Γιώργη.
  Ο δρόμος δεξιά, πριν τη γέφυρα, οδηγεί στο Βρούστι μετά από έναν άνετο σχετικά δρόμο 6 χλμ. με λίγες μόνο στροφές. Μια πολύ σύντομη διαδρομή ανάμεσα σε ελαιώνες αρχικά και κατόπιν σ' ένα τοπίο άγριας ομορφιάς-γοητευτικής σύνθεσης πέτρας, άγριων θάμνων και σιωπής- η οποία καταλήγει σε ένα πολύ όμορφο ορεινό χωριό.  
 Αξιοθέατα
Οι εκκλησίες του χωριού και τα ξωκλήσια με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον ( Μοναστήρι της Παναγιάς, Προφήτης Ηλίας, ο 'Aγιος Κωνσταντίνος, ο 'Aι Γιάννης ο Θεολόγος, ο 'Aγιος Δημήτριος, η Αγία Παρασκευή )
Το Βενετσιάνικο Κάστρο της Παναγιάς και το προϊστορικό κάστρο στο ξεροβούνι. Το Πλατανόδασος, ένα μνημείο της φύσης που σπάνια συναντά κανείς στον τόπο μας. Οι πρωτόγνωρες διαδρομές στο καταπράσινο ελατόδασος του Αρτεμισίου με τις γάργαρες πηγές.
Το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι Ε34 που ξεκινάει από την Αρχαία Ολυμπία περνάει από το χωριό μας και καταλήγει στην Αρχαία Επίδαυρο. Οι 7 νερόμυλοι, εικόνα μιας άλλης εποχής.
Τις γραφικές εκκλησίες της Ανάληψης και της Υπαπαντής στην περιοχή της Χούνης

Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...